διεκθρῴσκω
precipitarse hacia afuera, escapar
διεκθορέειν μεμαῶτεςOpp.H.4.674, c. gen.
ἄφνω δέ που διεκθρῴσκουσα τοῦ σκότουςClem.Al.Prot.2.25.3, cf. Meth.Symp.6.3.
διεκθορέειν μεμαῶτεςOpp.H.4.674, c. gen.
ἄφνω δέ που διεκθρῴσκουσα τοῦ σκότουςClem.Al.Prot.2.25.3, cf. Meth.Symp.6.3.