διεισδύνω


penetrar en c. ac. (τὴν γῆν) Alex.Aphr.Pr.1.127, διεισδῦναι τοὺς πόρους Phlp.in Cat.35.30, εἰς τοὺς πόρους Alex.Aphr.Pr.2.76
abs. penetrar ἡ χολὴ ... διεισέρχεται καὶ διεισδύνει Steph.in Hp.Progn.204.6.