διεδρεία, -ας, ἡ
• Alolema(s): tb. διεδρία Arist.HA 608b27
hecho de posarse aparte de los pájaros en los augurios
ὡς οἱ μάντεις τὰς συνεδρείας καὶ διεδρείας λέγουσινArist.EE 1236b10, cf. l.c.
ὡς οἱ μάντεις τὰς συνεδρείας καὶ διεδρείας λέγουσινArist.EE 1236b10, cf. l.c.