< διεγκολπίζομαι
διεγκρινισάμενοι· >
διεγκόπτω
encerrar
,
contener
τὸ πνεῦμα ... διεγκοπτόμενον σπασμοὺς καὶ σεισμοὺς ἀποτελεῖν
Ar.Did.13.