διεγείρω
• Morfología: [v. med. aor. ind. 3a sg. διέγρετο AP 5.275 (Paul.Sil.), 1a plu. διεγρόμεθα Hierocl.5.6, part. fem. διεγρομένη AP 5.259 (Paul.Sil.); v. med. perf. part. διεγηγερμένος Hp.Ep.15]


I en v. med.-pas.

1 despertarse ἐκπάγλως δὲ διηγέρθην me desperté sobresaltado Hp.Ep.15, cf. Epid.3.17.3, πρὶν διεγερθῆναι Arist.Pr.876a22, ἡ παῖς ἐξ ὕπνοιο διέγρετο AP 5.275, cf. 259 (ambos Paul.Sil.), Hierocl.l.c., τοὺς δὲ διεγειρομένους ... κατηκόντιζον D.S.19.95, ἐμοῦ δὲ διεγερθέντος PTeb.804.15 (II a.C.)
perf. estar despierto Ph.2.485.

2 levantarse διεγερθεὶς οὖν ὁ Φιλητᾶς Longus 2.35.2, cf. AP 11.171 (Lucill.), τοῖς πηδήμασι πρὸς οὐρανὸν διεγείρεσθε μέσον Procop.Gaz.Decl.4.34, διεγείρεσθαι οὐ θέλει, ἀλλ' ἐσθίει κατακείμενος Hippiatr.8.1
fig. agitarse, excitarse de una pers. διεγηγερμένος τῇ σχέσει Hp.Ep.15, de un caballo αὐτὸν τῷ κτύπῳ ... εἰς προθυμίαν διεγειρόμενον éste excitado a la furia por el golpe Gr.Nyss.Infant.67.16
del mar encresparse, Eu.Io.6.18.

II v. act., tr.

1 despertar τοὺς κοιμωμένους ... διεγείρουσιν αἱ σάλπιγγες Plb.12.26.1, cf. I.AI 8.349, τὸν φυλάσσοντα Hdn.2.1.5, τὸν δαίμονά σου Suppl.Mag.39.1, cf. Aesop.184, Plu.2.107e
abs. διεγειρόντων οὐκ ᾐσθάνετο no se dio cuenta de los intentos por despertarla (de un sueño comatoso), Hp.Epid.7.41
fig. τὴν φύσιν Anaxipp.1.47.

2 levantar, erigir τὰ χώματα I.BI 6.5, 156, en v. pas. πύλας διεγειρομένας εἰς ὕψος πηχῶν ἑβδομήκοντα LXX Iu.1.4
de pers. levantar διέγειρε σεαυτόν Plu.2.975c, cf. Philostr.Iun.Im.3.4, τὸν αὐχένα Hld.4.4.1.

3 fig. estimular, promover τὴν αὔξησιν τοῦ φυτοῦ Gp.9.3.7
excitar, conmover τὴν ψυχήν Asclep. en Anon.Lond.38.5, Aristid.Quint.56.9, cf. Vett.Val.151.30, τῶν χρονοκρατόρων τὰς δυνάμεις Vett.Val.204.16, τὸν ἵππον εἰς τὸν ... ἔρωτα Hippiatr.14.8, c. πρός y ac. e instrum. τοὺς ἄλλους διεγείρειν πρὸς ἔλεον πυκναῖς παραινέσεσι mover a compasión a otros con insistentes súplicas Gr.Nyss.M.46.837D
en ret. conmover, estimular ἓν ἔργον ἐπιλόγου τὸ τὰ πάθη διεγεῖραι Arist.Fr.134, οὐ διεγείρει δὲ τὸν ἀκροατήν D.H.Lys.28, cf. Pomp.4.4, Origenes Cels.4.44.

III gram. acentuar con acento agudo en v. pas. τὸν διεγηγερμένον τόνον A.D.Synt.97.27, cf. Hdn.Gr.1.551.