διεγερτικός, -ή, -όν
1 estimulante, excitante
ἀφροδίσιαDiph.Siph. en Ath.64b, 371b, de la música, S.E.M.6.19
•τὰ διεγερτικὰ sc. φάρμακα remedios excitantes Philum. en Orib.Syn.8.5.4.
2 fig. que incita
(ἐπιστολή) διεγερτικὴ πίστεωςEus.HE 4.23.2, cf. Nicol.Mon.Ep.M.65.1052C
•que pone en movimiento, animador
τούτων πάντων δ. τὸ πῦρCorp.Herm.Fr.26.27.
3 subst. τὸ δ. alborada
τῶν ἐπιθαλαμίων ... τινὰ δὲ ὄρθια, ἃ καὶ προσαγορεύεται διεγερτικάSch.Theoc.18 proem.