διδυμαγενής, -ές


gemelo frec. en plu. διδυ[μα]γενεῖς Γεμέλλον καὶ Γεμέ[λλαν BGU 2020.7, cf. 18, PSI 1104.9, BGU 447.10 (todos II d.C.), POxy.1119.26 (III d.C.), παῖδες POxy.3476.10 (III d.C.)
raro en sg. Διόσκορ[ος] ... δ. ... Διόσκορος ἄλλος δ. SB 9554.3.14, 15 (II d.C.), cf. διδυμογενής.