< διδασκαλεύω
δῐδασκᾰλία >
διδασκαλέω
instruir
,
enseñar
abs.
οὕτως ... διδασκαλεῖ
Ps.Steph.208.19, en v. pas.
διδασκαλουμένη μοῖρα
Secund.
Sent
.13.