διαίρημα, -ματος, τό
• Grafía: graf. διαίρεμα Simpl.in Ph.492.16, Eust.735.45
1 parte dividida, uno de los fragmentos divididos que componen un todo
φακῶν ἐρέγματα· ἀντὶ τοῦ διαιρήματαErot.90.6,
ἀλλ' ὅμως ἔδει τῶν διαιρημάτων εἶναι τῶν ἐκεῖ ἀριθμόνDam.in Prm.201.
2 división lógica
ἀντιδιαίρεσις μέντοι ἐστὶν ἡ κατὰ τὴν αὐτὴν καὶ μίαν τομὴν γινομένη τῶν διαιρημάτων ἀντίθεσιςSimp.in Cat.425.1, cf. Eust.l.c.