διαέριος, -ον
• Alolema(s): poét. διηέρ- A.R.2.227, 4.954, Triph.644, Q.S.11.456
• Morfología: [fem. -ίη A.R.ll.cc., Q.S.l.c.]
que atraviesa el aire, aéreo de las Harpías
ὧδ' αἶψα διηέριαι ποτέονταιtan rápidamente vuelan a través de los aires A.R.2.227, de anim., Ach.Tat.1.12.3, 2.22.3,
ταινίαιOpp.C.3.77, 4.391, 410,
νῆα ... ἄλλοθεν ἄλλη πέμπε διηερίηνA.R.4.954,
πύργοιTriph.l.c.
•fig. de abstr.
τῶν Νεφέλης παίδων ἐπὶ τοῦ κριοῦ τὴν διαέριον φυγήνLuc.Salt.42,
μὴ θαυμάσῃς ... εἰ μετέωρα καὶ διαέρια δοκῶ σοι λαλεῖνLuc.Icar.1,
οἶμοςQ.S.l.c.