διαψάω
1 limpiar
τὸ οὖςArchig. en Gal.12.621, en v. pas.
διαψωμένων τῶν μυκτήρωνDsc.Eup.1.7, tb. en v. med., Hsch.δ 1720.
2 escarbar
τὴν ἄμμονAnon. en Sud.s.u. διαψᾶν.
τὸ οὖςArchig. en Gal.12.621, en v. pas.
διαψωμένων τῶν μυκτήρωνDsc.Eup.1.7, tb. en v. med., Hsch.δ 1720.
τὴν ἄμμονAnon. en Sud.s.u. διαψᾶν.