< διαψηφιστής
διαψηφοφορέω >
διαψηφιστός
,
-ή, -όν
elegido
por votación
αἱ δὲ μέγισται (ἀρχαί) κρυπτῇ ψήφῳ ... διαψηφισταί
Anaximen.
Rh
.1424
b
3.