διαψηλαφάω
1 explorar con las manos, tentar
σύμπασαν τὴν σκέπηνAq.Ge.31.34, cf. Sm.Is.59.10,
οἱονεὶ διαψηλαφᾷ καὶ ζητεῖ πάντα τὸν σύνεγγυς τόπονPorph.in Harm.83.30
•medic. palpar
τὰ ἄκραPaul.Aeg.2.47,
τὸν ὄσχεονPaul.Aeg.6.64.2,
τὴν ὀσφύνHippiatr.30.22, en v. pas.
διαψηλαφάσθω δὲ καὶ τὰ περὶ τὴν κεφαλήνHerod.Med. en Orib.6.20.10
•frotar
γλῶττάν τε καὶ οὖλα καὶ χαλινάSor.76.30.
2 fig. traer entre manos, ocuparse de
τὰς χρηματικὰς ὑποθέσειςLyd.Mag.3.20,
ἄλλα πράγματαSch.Pi.P.2.155c.