διαψεύδω


I tr.

1 engañar c. ac. de pers. αὐτοὺς ὁ λογισμός D.Ep.3.34
tb. en v. med. διαψεύσασθαι δὲ τὸν Ἀννίβαν ... οὐχ ὑπομένων Plu.Fab.7
de abstr. falsificar, falsear en v. pas. ἵνα διαψευσθῇ ἡ ἀκριβὴς αἴσθησις τῆς γεύσεως para que la verdadera sensación del sabor sea falseada ref. un vino malo cuyo sabor se disimula echándole queso Gp.7.7.6.

2 defraudar, decepcionar μὴ διαψεύσῃ τὴν δούλην σου LXX 4Re.4.16, en v. pas. οἱ διαψευσθέντες ἐφ' οἷς ἤλπισαν Prou.Bodl.129, παρ' αὐτῶν διαψευσαμένου Hippol.Haer.6.21.3.

3 frustrar, truncar c. ac. y gen. (ἐλπίδας) ὧν ὑμεῖς αὐτὴν μὴ διαψεύσητε νῦν (esperanzas) que no le frustréis ahora Plb.3.109.12, en v. pas. διαψεύδεται μὲν αὐτοῖς ἡ ἐλπὶς αὕτη la propia esperanza se les frustra I.AI 9.40, διαψευσθῆναι δὲ τῶν ἐλπίδων Str.2.3.4, cf. Vett.Val.237.26
en v. med. mismo sent. τὴν ἀκολουθίαν διαψεύδονται αἱ ἀντωνυμίαι A.D.Pron.81.17, cf. Synt.115.24.

II intr. en v. med.-pas.

1 faltar a la palabra διαψεύδεσθαι καὶ οὐ διδόναι (τὸ ἀργύριον) And.Myst.42, c. πρός y ac. συνεχῶς ... πρός με διαψεύδεσθαι Hld.8.7.5, c. ac. de rel., en juramentos μηδὲν διεψεῦσθαι BGU 21.1.13 (IV d.C.), cf. PAmst.28.5 (I a.C.), PFlor.308.11 (III d.C.).

2 engañarse, equivocarse respecto a c. gen. τῆς ἀρρωστίας Isoc.5.1, τοῦ Χαριδήμου D.23.19, τῆς ἑαυτῶν δυνάμεως X.Mem.4.2.27, τῆς συμμαχίας Plb.29.25.7, cf. 11.17.4, τῆς ἀληθείας D.S.12.36, τῶν λογισμῶν Plu.Lyc.29, c. περί y gen. o ac. τῆς ψυχῆς τῶν τοιούτων πέρι Pl.Ep.351d, περὶ τὰ πλησίον ὄντα διαψεύδεσθαι τὴν ὄψιν Arist.Pr.872a24, cf. EN 1144a35, Them.Or.21.257d, c. dat. ὑπολήψει γὰρ καὶ δόξῃ Arist.EN 1139b17, διεψεύσθησαν δὲ τοῖς λογισμοῖς se equivocaron en los cálculos Plb.3.16.5, c. ἐν y dat. διεψεῦσθαι ἐν ἅπασιν οἷς θεωρεῖ Plot.5.5.1, c. part. pred. Ἡρόδοτος διέψευσται γράψας ... Heródoto se ha equivocado al escribir ... Arist.HA 523a17, sin rég. οὐχ ... ὁ θεὸς διαψευσθῆναι δύναται Ph.2.125, cf. Phld.Stoic.Hist.38.6, ἄλλου ἄλλως διαψευσαμένου Hippol.Haer.4.7.4, cf. D.1.21, Arist.Pol.1323a33, Plb.16.20.8, Str.6.2.10, AP 7.114 (D.L.), Plu.2.1056f
falsear c. gen. τῶν τοῦ κυρίου φωνῶν Clem.Al.Strom.3.4.27
part. subst. τὸ διεψευσμένον la falsedad Epicur.Sent.[5] 24, M.Ant.6.57.

3 frustrarse, truncarse la maduración de frutos Gp.1.12.15.