διαψαίρω
I tr.
1 dispersar
θυμιαμάτων ... αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦAr.Au.1717,
λεπτοὺς διαψαίρουσα πέπλους(una brisa) agitando los ligeros peplos Hermipp.5.
2 escarbar, limpiar
γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρουςE.Fr.926,
λάχνην διαψαίρουσι πόδεσσινref. a los pájaros, Opp.H.2.115.
II intr. dispersarse
γήρεια ... τεθρυμμένα ... διαψαίρουσι πνοῇσιNic.Al.127.