διαχύνω
• Morfología: [fut. tard. διαχύσω Gp.7.8.6]
I tr.
1 escanciar
οἴνουςCat.Cod.Astr.11(2).157.20, cf. 162.19.
2 disolver, deshacer
κἂν μὲν ὕδωρ ἔχῃ ὁ οἶνος, διαχύσει τὴν ἄσβεστονGp.l.c.
II intr., fig.
1 filtrarse, difundirse, extenderse
(ἡ δύναμις) δ<ι>αχύνει λεπτύ<ν>ουσαHippol.Haer.5.14.3
•en v. med.-pas. infiltrarse, extenderse
ἡ αἵρεσις ... διαχυνομένηAth.Al.H.Ar.77.2,
τὰ ἀπὸ τῆς Ἰνδικῆς εἴδη ἐκεῖσε τῇ Θηβαΐδι διαχύνεταιEpiph.Const.Haer.66.1.11.
2 en v. med. distenderse
(τὰ κῶλα)Archig. en Aët.6.3 (p.129.5).