διαχέω
• Morfología: [aor. διέχεα LXX Ie.3.13, Paus.8.14.8, ép. διέχευα Il.7.316, Od.3.456, A.R.3.320]


A tr.

I sobre διά ‘hasta el final’

1 trocear μιν (βοῦν) Il.l.c., Od.l.c.
destrozar ἔγκατα ... χαλκὸς ... διέχευεν Theoc.22.203, κείνην ... διέχευαν ἄελλαι A.R.l.c., cf. Q.S.14.504.

2 dispersar τὸν χοῦν Hdt.2.150, τὰ συγκεκριμένα Pl.Phlb.46e, ὁπότε ... (θέρος) διαχέοι τὸν ἀέρα D.Chr.6.9, en v. pas. ἡ γὰρ ὑγρότης ὑπὸ τῆς σελήνης διαχεομένη Plu.2.658f
fig. διέχεας τὰς ὁδούς σου εἰς ἀλλοτρίους has dispersado, e.e., has multiplicado tus caminos hacia extraños LXX l.c.
disipar νέφος Q.S.9.265
borrar (ἴχνη) X.Cyn.5.3.

3 deshacer, descomponer τὴν ... ἀσθενεστέραν (ὕδατος σύνοδον) Pl.Ti.61a
disolver, deshacer τὸ φλέγμα Hp.Vict.2.54, cf. Thphr.Od.61, Heras en Gal.13.815, Heraclid.203, Crit.Hist. en Gal.13.877, ἡ ἐντὸς θερμότης τὸ ἐντὸς ὑγρόν Arist.Pr.869a15, en v. pas. Arist.Pr.929b33
en v. med. mismo sent., Nic.Al.373
esp. en la digestión expandir, difundir, dispersar τὴν τροφὴν ἐς τὸ σῶμα διαχέοντες Hp.Vict.2.60, en v. pas. τὰ σιτία Hp.Vict.3.78.

4 fundir χαλκόν Paus.l.c., 9.41.1
abs. op. πήγνυμι Pl.Ti.46d, en v. pas. Str.3.2.8.

II fig.

1 anular, disipar, acabar con c. ac. de abstr. τὰ βεβουλευμένα Hdt.8.57, τὰ δὲ πάντα κακαὶ διὰ Κῆρες ἔχευαν Q.S.5.536
part. διακεχυμένος c. suj. de pers. o partes del cuerpo disipado, relajado, laxo τῶν σωμάτων διακεχυμένων ὑπὸ μέθης Pl.Lg.775c, οἱ μαλακόν τε καὶ διακεχυμένον βλέποντες Arist.Phgn.813a26, cf. Plb.8.27.4, φαιδρῷ τῷ προσώπῳ καὶ διακεχυμένῳ Plu.Alex.19, τὸ ... παθητικὸν ὑπὸ τοῦ λόγου διακεχυμένον Plu.2.82f, τὴν γνώμην Aristid.Quint.67.31
c. suj. de abstr. disoluto ἡδονή Cyr.Al.M.69.1136D.

2 calmar, apaciguar (τοῦ πυρὸς ἐντός) δύναμις διαχεῖ ... τὰς ἐντὸς κινήσεις Pl.Ti.45e
c. ac. de pers. calmar, poner de buen humor, alegrar αὐτόν Philostr.VS 586, cf. Im.1.26, Hermog.Id.2.9 (p.371), τὴν διάνοιαν S.E.M.11.106, abs. Plu.2.74d
fact. hacer agradable φωναὶ ... τὴν ἀκοὴν ... διαχέουσαι D.H.Comp.15.12.

III sobre διά ‘al otro lado’ verter, trasegar en v. pas. τὰ ἕλη τὰ ἐκ τοῦ Ῥήνου διαχεόμενα Str.7.1.5, del vino, Str.17.1.14.

B intr. en v. med.-pas.

I sobre διά ‘hasta el fin’

1 deshacerse, desbaratarse, desintegrarse τὸ χῶμα Th.2.75, cf. I.BI 7.313, τότε ... τὴν ... γῆν διαχεῖσθαι μάλιστα que es entonces cuando la tierra está más suelta Thphr.CP 3.4.1, τὸ κῦμα Plu.2.950b, τέφρα Plu.Sert.17
borrarse τὰ ἴχνη X.Cyn.8.1
dispersarse de grupos de pers., X.HG 7.4.34, de la orina τὸ χαλαζῶδες διαχεόμενον Hp.Coac.569
deshacerse una hinchazón, Hp.Epid.4.45
descomponerse una sustancia en tres, Hdt.6.119
descomponerse, corromperse ὁ νεκρός Hdt.3.16, τὸ ... ἄρρεν (κύημα) ... διαχεῖται καὶ ἀφανίζεται Arist.HA 583b15
desvanecerse los deseos, Epicur.Sent.[5] 30.

2 disolverse τὸ ... ἄγονον (σπέρμα ἐν τῷ ὕδατι) διαχεῖται Arist.HA 523a26
fluir, licuarse τὸ αἷμα Pl.Ti.85d, op. πήγνυσθαι Arist.Pr.890b17, Thphr.CP 2.19.3
ablandarse τὰ ἐρίγματα Thphr.CP 4.12.12, τὸ φύλλον Thphr.HP 6.4.8.

3 repartirse, dividirse διαχεῖται τὸ αἷμα ἐκ τῆς καρδίας εἰς ἅπαντα τὰ μέρη τοῦ σώματος Arist.Fr.243, cf. Arist.Aud.800b35, Mete.370b6, Thphr.Sens.57, op. ἀθροίζεσθαι Thphr.Vent.26, op. συνάγεσθαι y ref. a los rayos de luz que permiten la visión, Olymp.in Mete.214.17.

II con διά ‘al otro lado’

1 desbordarse, derramarse ποταμὸς ... εἰς ἕλη καὶ λίμνας διαχεόμενος Str.12.2.8, op. συνάγεσθαι Str.17.1.4, cf. LXX Ib.21.24, τοῦ κλύδωνος ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὸ πέλαγος διαχεομένου dirigiéndose el oleaje desde la tierra hacia el mar Plu.Ant.7, τοῦ ἰξοῦ μέχρι τῶν ταρσῶν αὐτοῦ διαχυθέντος D.P.Au.3.20.

2 expandirse, dilatarse <γῆ> θάλασσα διαχέεται Heraclit.B 31, τὸ κυοῦν ... εὐφραινόμενον διαχεῖται lo que está preñado se expande gozoso Pl.Smp.206d, cf. Arist.HA 546b30
desplegarse ref. al crecimiento de las plantas, Thphr.Sens.78, al germinar de los granos, Plu.2.968a
extenderse ἡ ἁφή LXX Le.13.55
difundirse τῆς ἀνατολῆς διαχεομένης LXX 2Ma.10.28
propagarse una noticia, I.AI 19.44.

III fig. expansionarse, ponerse de buen humor, alegrarse ἐν ᾧ (λόγῳ) διαχεῖται ὅ τε λέγων καὶ ὁ ἀκούων Trypho Trop.p.205, ἀκροατοῦ διακεχυμένου si un oyente se pone gracioso Plu.2.46b, ὁρῶ γὰρ ὑμᾶς ... διακεχυμένους τοῖς προσώποις Plu.2.412e, cf. Cat.Mi.1, Synes.Ep.98, αὐστηρὸς ὢν ἐν τῷ ποτῷ διαχεῖται D.L.7.26, op. συναλγεῖν Plot.4.9.3, cf. Arr.Epict.4.4.27, Hld.4.9.1, Synes.Ep.45.