< διαχαρακτηρίζω·
διαχᾰράσσω >
διαχάραξις
,
-εως, ἡ
1
hendidura
αὖλαξ ... ἡ ... δ. τοῦ ἀρότρου
EM
α
2088.
2
δ.·
descriptio
,
Gloss
.2.275.