διαχωριστικός, -ή, -όν
separador
τὸ πνεῦμα διαχωριστικὴν ἔχει δύναμινClem.Al.Ecl.25,
op. ἑνωτικόςEmp. en Epiph.Const.Exp.Fid.9.23,
τὰ διαχωριστικὰ τῶν στημόνων πλέγματαHsch.s.u. καιροσέων.
τὸ πνεῦμα διαχωριστικὴν ἔχει δύναμινClem.Al.Ecl.25,
op. ἑνωτικόςEmp. en Epiph.Const.Exp.Fid.9.23,
τὰ διαχωριστικὰ τῶν στημόνων πλέγματαHsch.s.u. καιροσέων.