διαχρίω
untar, embadurnar, ungir
τούτῳ ... τὸ ἔδαφος διαχρίουσι (αἱ μέλιτται)Arist.HA 623b30,
οἱ (θαυματοποιοί) ... πληγαῖς ἀστίκτοις τὰ σώματα διαχρίουσιlos ilusionistas manchan los cuerpos con heridas que no dejan marca Const.Diac.Laud.M.88.508C, en v. pas.
ἀσφάλτῳ διακεχρισμένη ὕληI.BI 5.469, cf. Gr.Nyss.V.Mos.7.11,
ἡ ... κόπρος αὐτοῦ διαχριομένη ἀλφοὺς ἰᾶταιCyran.3.29.6
•frec. medic.
(βάλανον) ... γῇ διαχρίσας σμηκτρίδιHp.Fist.3, c. ac. de pers.
συναγχικούςGal.12.122, frec. c. ac. de partes del cuerpo
τὸ στόμαHp.Steril.235, cf. Haem.9, Apollon. en Gal.12.979, Heraclid.207, Crit.Hist. en Gal.12.660, Archig. en Gal.12.862, Sor.46.7, Hippiatr.61.1, en v. pas. Gal.12.250, cf. Dsc.2.78.3
•tb. frec. c. ac. de la materia empleada
μίλτον μίξας ὁμοῦ μέλιτι διαχριέτωHp.Fist.9, cf. Androm. en Gal.12.991, Asclep. en Gal.12.995,
χαλκάνθηνApollon. en Gal.12.1000, en v. pas.
χηνὸς στέαρ ... διαχρίεσθαιHp.Mul.1.90, cf. Apollon. en Gal.12.687, abs. Chrys.M.58.779
•empegar, embadurnar con pez
τοὺς πίθουςGp.6.9.1.