< διάχρυσος
διαχρώννυμι >
διαχρυσοῦς
,
-οῦν
de oro
, prob.
de oro macizo
ἁλυσίδια
PMasp
.340ue.31 (biz.),
δακτυλίδιον
PMasp
.340ue.32 (biz.).