διαχαίνω
• Morfología: [v. pas. aor. inf. διαχῆναι Euagr.Schol.HE 1.17]
1 abrirse, agrietarse
ἀρτίσκονHp.Steril.216,
ὁ στρογγύλος ὁ ὑποκάτω τοῦ ἄνθουςThphr.HP 7.13.2,
ἡ οἰκοδομή, κἂν μικρὸν διαχάνῃChrys.M.61.73,
ὥστε μὴ διαχαίνειν τὸ μεταξὺ τοῦ πρέμνου καὶ τοῦ κλήματοςGp.4.12.15
•tb. en v. med.-pas.
(ὡς εἰπεῖν) διαχῆναι τὴν γῆνEuagr.Sch.l.c.
2 fig. abrirse, dirigirse
πρὸς τοῦτο (τὸ σῶμα) διαχαίνοντεςDam.in Phd.166.