διαφύσσω
• Morfología: [aor. διήφῠσα Il.13.507 (tm.), 14.517 (tm.), Od.19.450, Nic.Th.682, Nonn.D.14.381]
1 sacar a través, sacar
διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ'Il.13.507, 14.517, cf. Nonn.l.c.,
πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντιOd.19.450.
2 sacar hasta el fin, agotar en v. pas.
(ὁράασθαι) οἶνον διαφυσσόμενονOd.16.110
•eliminar, quitar
ὀλοφυδνὰ ... χίμετλαNic.l.c.