διαφυσάω
1 dispersar soplando en todas direcciones
μὴ ... ὁ ἄνεμος αὐτὴν (τὴν ψυχήν) ... διαφυσᾷ καὶ διασκεδάννυσινPl.Phd.77d, en v. pas.
ἡ ψυχὴ ... εὐθὺς διαπεφύσηται καὶ ἀπόλωλενPl.Phd.80d, cf. 84b
•echar soplando en v. pas.
(τοὔλαιον) διαφυσώμενον ἐκ τοῦ στόματοςPlu.2.950b.
2 soplar a través abs., de la brisa entre los juncos
κἂν μικρά τις αὔρα διαφυσήσασα διασαλεύσῃ αὐτόνLuc.Herm.68
•esp. para encerrar el aire llenar de aire, inflar
τὴν μήτρηνHp.Steril.238,
ταύτας (τὰς φλέβας)Gal.1.605, en v. pas.
ἀγγεῖα διαφυσηθένταHero Spir.2.2,
τὸ ὑποχόνδριονGal.6.265, del feto
τὸ διαφυσώμενονprovisto con todos los órganos de la respiración Gal.4.633,
τὴν ἀσκοῦ φύσιν ... διαφυσωμένηνBasil.M.29.336A
•fig. insuflar por parte de la divinidad
σώματα c. el πνεῦμαCels.Phil.6.78
•fig. hinchar, envanecer
ὅταν ἢ γένος ἢ παίδευσις ... τὰ χαυνότερα ἤθη διαφυσήσῃGr.Naz.Ep.249.19.
3 medic. distender
ὅταν δὲ ἡ τῆς καρδίας θερμότης ... διαφυσήσῃ καὶ ἀνευρύνῃ (τὸν θώρακα)Gal.1.333.