διαφυράω
1 mezclar con agua
διαφυρᾶν τὰ ἄλφιτα πρὸς τὸ ποιῆσαι μάζαςHsch.s.u. διαμάττειν, en v. pas. Sch.Ar.Eq.1105c
•con saliva masticar Dsc.Ther.2.
2 empapar
κροκύδα διαφυράσας ... οὕτω σμῆχε τοὺς τόπουςAsclep. en Aët.8.42.
διαφυρᾶν τὰ ἄλφιτα πρὸς τὸ ποιῆσαι μάζαςHsch.s.u. διαμάττειν, en v. pas. Sch.Ar.Eq.1105c
κροκύδα διαφυράσας ... οὕτω σμῆχε τοὺς τόπουςAsclep. en Aët.8.42.