διαφυλάσσω
• Alolema(s): át. -ττω, cret. -δω ICr.2.5.17.11 (Axo III a.C.)
• Morfología: [pres. inf. διαφυλάδεν ICr.l.c.]


I tr.

1 en cont. milit. proteger, vigilar atentamente τὰ τείχεα Hdt.6.101, τὴν πάροδον Lys.2.30, τὴν ἄκραν X.Cyr.7.2.7, τὰ πλοῖα X.HG 1.1.36, τὸ φρούριον IEphesos 2001.2 (IV/III a.C.), τὴν ἐλευθερίαν ἅμα καὶ χώραν διεφύλαξαν Aristid.Or.1.214, cf. Aen.Tact.40.1.

2 vigilar, cuidar con especial dedicación c. ac. de pers. y dat. τίς διαφυλάξει τήνδε τῇ βουλῇ λαβών; Ar.Pax 878, διαφυλάξαι αὐτῷ τὴν γυναῖκα X.Cyr.5.1.2, ἅς τε παρέλαβε πόλεις διεφύλαττεν αὐτῷ X.HG 3.1.13
sólo c. ac. de pers. prestar atención a, vigilar τὸν τοιόνδε διαφύλαξον, ὅπως μὴ ἐμεῖται Hp.Acut.(Sp.) 51
amparar, proteger ἱερεῦ, διαφύλαξόν με Ar.Ra.297, esp. del cuidado providencial διαφυλάσσων σε ἐν τῇ ὁδῷ πάσῃ LXX Ge.28.15, τοῖς ἀγγέλλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ τοῦ διαφυλάξαι σε LXX Ps.90.11
en fórmulas de despedida σε ... εὐθυμοῦντα ἡ ἀγαθὴ πρόνοια διαφυλάξιεν (sic) PRoss.Georg.3.9.23 (IV d.C.), cf. PAbinn.6.25 (IV d.C.)
cuidar, gobernar ἀσφαλῶς διεφύλαξεν αὐτήν (Atenas), Th.2.65, τὸ ἱππικόν E.Supp.682.

3 c. ac. de pers. y ἀπό c. gen. mantener lejos de, guardar de δ. σε ἀπὸ γυναικὸς ὑπάνδρου LXX Pr.6.24, frec. en formularios mág. θεοί, διαφυλάξατε Εὐγενίαν ... ἀπὸ παντὸς κακοῦ SEG 38.1926.27 (IV d.C.), cf. PMag.Christ.3.3, Suppl.Mag.6.7, διαφύλαξόν με ἀπὸ πονηροῦ παντὸς δαίμονος PMag.4.2515, cf. GMA 52.6.

4 mantener, conservar frec. c. ac. de abstr. τὴν παροῦσαν δόξαν Isoc.4.91, τοὺς νόμους Pl.Lg.951b, cf. Arsameia 187 (I a.C.), τὴν εἰρήνην τῇ χώρᾳ IG 22.682.33 (III a.C.), τὴν ἀρχήν Plb.15.3.6, τὴν πίστιν Plb.18.35.2, τὴν τοῦ πατρὸς ... περὶ τὸ ἱερὸν ... εὔνοιαν IG 11(4).542.9 (Delos III a.C.), εἰς τὸ λοιπὸν τὴν πρὸς ἡμᾶς φιλίαν IPr.71.34 (II a.C.), τὴν πρὸς τοὺς θεοὺς εὐσέβειαν SEG 22.110.53 (Atenas I a.C.), τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῖς ἔνδοξα καὶ τίμια ICr.l.c., τὴν ἐλπίδα Manes 25.5, ἱστορίαν τινα Plu.2.27d, τι τοῦ ἀνθρωπίνου σπέρματος Luc.Tim.3
c. ac. y pred. ὁλόκληρον ἑαυτὸν διαφυλάξαι Aesop.120, δ. εὐσχημονοῦντας αὐτούς Plu.2.14e, en v. med.-pas. κοιλίη δὲ εὔλυτος ἀμείνων διαφυλάσσεσθαι Hp.Mul.1.11
c. dat. de pers. τῷ παιδὶ τὴν ἀρχήν Plb.15.25.4, cf. Isoc.9.26, Aristid.Or.35.8, διαφυλάσσω δὲ ὑμεῖν ... πάνθ' ὅσα παρ' αὐτοῦ τείμια mantengo para vosotros cuantos privilegios recibisteis de él, SEG 39.910.7 (Tasos I d.C.), ἅπασι ... βαίβαιον (l. βέ-) διαφυλάσσωι (sic) τὴν Ἀλεξανδρέων πολειτείαν PLond.1912.54 (I d.C.), en v. pas. εὐκλεᾶ γὰρ ἐόντα πᾶσιν ἀνθρώποισιν διαφυλάσσεται Hp.Decent.18, αὕτη γὰρ ἡ τιμὴ τοῖς συγγένεσι διεφυλάττετο Ath.48e, c. ἐν y dat. ἵνα ὁ τοῦ ὁμοουσίου λόγος διαφυλάχθῃ ἐν τῇ ἑνóτητι τῆς φύσεως Basil.Ep.214.4.

5 observar, cumplir exactamente τὰ μέτρα Hdt.2.121α, διαφυλάξαι ἃ ἐδέδοκτο αὐτῇ observar las (normas) que se había dado a sí misma (la ciudad) Pl.Mx.244e, διαφυλάξειν τὴν ἐπάνο θρησκήαν (sic) κατὰ τὴν δόσιν SEG 30.622.13 (Tesalónica I d.C.)
poner especial atención κἂν διαφυλάξῃς τὸ μὴ σπουδάζειν Pl.Plt.261e, διαφύλαττε ... τό τ' ἐπιδακρύειν cuida bien de llorar Men.Sic.359.

6 en v. med. conservar para sí ἀδύνατοι γεγῶτες αὐτοὶ διαφυλάξασθαι πόλιν E.IA 369.

II intr., en v. med.-pas.

1 conservarse, mantenerse c. pred. ἀκίνδυνοι διεφυλάχθησαν Aesop.39b.

2 abstenerse μέγιστον ἡγέου ... διαφυλάσσεσθαι, ἕως ἂν διάθερμοι γένωνται σφόδρα Hp.Acut.(Sp.) 13.