διαφυλακτικός, -ή, -όν
que guarda, que preserva c. gen. obj.
ἀνδρεία· ... ἕξις δ. λογισμῶν ὀρθῶν ἐν κινδύνοιςPl.Def.412a,
διαφυλακτικόν ἐστι τοῦ ἱδρῶτοςArist.Pr.867b17, de un tónico
δ. τριχῶνCrit.Hist. en Gal.12.438
•que protege de la diosa Hora
δ. καὶ φροντιστικήPlu.2.276a.