διαφυγγάνω
1 intr. huir, escapar
ἡ δὲ νοῦσος θανασίμη, καὶ παῦροι διαφυγγάνουσιHp.Int.10, c. giro prep.
διεφύγγανον ἐκ τῶν δικαστηρίωνAeschin.3.10,
ἐς τὸ στρατόπεδον διεφύγγανονTh.7.44.
2 tr. huir, eludir c. ac.
οὐ διαφυγγάνει ... τό τε εἰς τὴν ἔρευναν ἀκριβέςno elude la búsqueda minuciosa I.AI 19.126,
τὸν θάνατονEutecnius Th.Par.44.17, c. inf.
τῶν μὲν θείων τὰ πολλὰ ... διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαιla mayor parte de lo que concierne a la divinidad ... escapa al conocimiento Heraclit.B 86.