διαφρύγω
resecar, tostar
μῆλον ... ἐν ἡλίῳ ἢ φούρνῳHippiatr.103.17, cf. 35.2, en v. pas.
ὥστε ... τοὺς ὑγροὺς καρποὺς διαφρυγέντας ἀποκαυθῆναιpor el calor del verano, Lyd.Ost.27.
μῆλον ... ἐν ἡλίῳ ἢ φούρνῳHippiatr.103.17, cf. 35.2, en v. pas.
ὥστε ... τοὺς ὑγροὺς καρποὺς διαφρυγέντας ἀποκαυθῆναιpor el calor del verano, Lyd.Ost.27.