διαφορητικός, -ή, -όν
• Morfología: [medic. frec. en sup. c. valor intensivo]
I
δύναμιςAët.1.6, cf. Dsc.1.30.
2 colicuativo de sudores, Cael.Aur.CP 2.36.188.
3 que disipa o resuelve
κατάπλασμαGal.10.708, cf. 11.118,
τὸ φάρμακονGal.10.938, (del látex de la Euphorbia resinifera)
δύναμις ... δ. ὑποχυμάτωνDsc.3.82,
ἡ παρὰ φύσιν θερμότης δ. ἐστι τοῦ κατὰ φύσιν θερμοῦSteph.in Hp.Progn.144.31
•neutr. subst. capacidad de resolver
χαμαιμήλῳ ... μᾶλλον ἔχοντι τὸ δ.Alex.Trall.1.377
•que reduce o ablanda
μαλάγματαDsc.1.66,
τὰ φάρμακα πάντα, ὁπόσα πύρια, διαφορητικὴν ἔχει τὴν δύναμινSimp.in Cael.667.28, c. gen.
δύναμις ... δ. φυμάτων καὶ φυγέθλωνDsc.1.72.
4 que debilita
διαφορητικὸν γάρ ἐστι τῆς δυνάμεωςAlex.Trall.1.327.
II subst. ὁ δ. persona que padece del corazón, cardiaco, est etiam grauius diaphoreticum delirare Cael.Aur.CP 2.32.171.