< διάφλοισβοι·
διάφλυξις >
διαφλύζω
inundar
,
empapar
en v. pas.,
διαφλυχθεῖσα· διαχυθεῖσα, ὑγρανθεῖσα
Hp. en Gal.19.92 (pero quizá l. -φλυθ- de διαφλύω q.u.).