διαφθείρω
• Morfología: [impf. iter. διαφθείρεσκε Hdt.1.36; fut. ép. -θέρσω Il.13.625, jón. -φθερέω Hdt.5.51, át. -φθερῶ A.A.932, S.OT 438, en v. med. -φθερέομαι Hdt.8.108, en v. pas. -φθαρήσομαι Th.4.37; perf. ép. -έφθορα Il.15.128, át. -έφθαρκα E.Med.226, en v. med. 2a sg. διέφρασαι Ibyc.48; en v. med. plusperf. plu. 3a -εφθάρατο Hdt.8.90]


A tr.

I concr.

1 destruir πόλιν Il.13.625, τὰ τῶν Μυσῶν ἔργα Hdt.1.36, ἥδ' ἡμέρα φύσει σε καὶ διαφθερεῖ ese día será tu nacimiento y tu destrucción S.OT 438, cf. Ar.V.1229, ἐὰν δὲ πολέμιοι ... [δι]αφθείρωσι τὸν καρπόν SEG 21.644.13 (Ática IV a.C.), cf. Plb.5.19.8, τὰς τῶν ὑπεναντίων παρασκευάς Plb.1.48.1, τὰς γονάς Ph.2.306, τὴν γῆν LXX Ie.28.25, Apoc.11.18, cf. Herm.Vis.4.2.3, en v. pas. αἱ νέες Hdt.1.166, 8.90, And.Myst.142, cf. IG 22.1629.749, 1631.143 (ambas IV a.C.), λιμῷ ... ἡ στρατιὴ διαφθερέεται Hdt.8.108, cf. 9.42, αὐτοὺς ὑπὸ τῆς σφετέρας στρατιᾶς Th.l.c., cf. Ph.1.218, abs. LXX 2Re.20.20, Si.47.22
romper σημαντήριον A.A.610, τινα ὑγιῆ λίθον IG 7.3073.33 (Lebadea II a.C.), τὴν γραφήν Plu.2.183b, en v. pas. ὁ διαφθαρεὶς λίθος IG 7.3073.35 (Lebadea II a.C.), ἐνφανίζει τὰ θυρώματα διεφθάρθαι IG 22.1046.11 (I a.C.)
fig. matar ἐκείνους Hdt.9.88, τοὺς πλείστους Aen.Tact.4.9, τὸν μὲν Σκόπαν ... φαρμάκῳ Plb.18.54.6
en v. pas. ἐπὶ τοῖς ἱματίοις διαφθαρῆναι Antipho 2.2.5
sacrificar πρ(όβατα) ἓξ POxy.74.14 (II d.C.)
dilapidar τὰς οὐσίας Plb.6.9.6.

2 alterar, corromper τοὺς μὲν χυμούς Gal.15.297
devorar, picar, apolillar, Eu.Luc.12.33.

3 perder τὴν ἡμίσειαν τῆς δυνάμεως Plb.3.60.5
suj. mujer δ. τὰ ἔμβρυα abortar Hp.Aph.5.53, τὰ γεννώμενα διαφθείροντες abortando Vett.Val.74.3, cf. 117.2, τὸ βρέφος Plu.2.242c, οὐκ ἀνδροκοιτήσει οὐδὲ δια[φθερεῖ τὸ γάλα PRoss.Georg.18.316, cf. 74 (II d.C.), en v. med.-pas. mism. sent. τῶν διαφθαρεισέων τὰ ἔμβρυα de las que han abortado Hp.Mul.1.72, en v. pas. πλεῖστα διαφθείρεται τῶν κυημάτων Arist.HA 583b13, abs. Hp.Epid.7.73, Aph.5.53, Is.8.36, de perras, X.Cyn.7.2.

II fig.

1 echar a perder, arruinar c. compl. abstr. ἡμῶν ὅπως μὴ τὴν τύχην διαφθερεῖς no sea que eches a perder nuestra suerte S.Ph.1069, πρᾶγμα κάλλιστον Ar.Pax 323, νόστον σόν E.Hel.884, ἄελπτον πρᾶγμα ... ψυχὴν διέφθαρκ' E.Med.226, cf. Hipp.389, Aristid.Quint.2.6, τὴν συνουσίαν Pl.Prt.338d, τὰς τῆς φύσεως ... χάριτας Ph.2.308
perf. rad. διέφθορα sólo tr. en trag. y com. echar a perder, arruinar τὰς ... ἐλπίδας S.El.306, τὰς φρένας E.Hipp.1014, τὸν λόγον Cratin.323, (μουσικήν) Pherecr.155.15.

2 en sent. moral corromper, pervertir c. compl. ref. a pers. γνώμην μὲν ἴσθι μὴ διαφθεροῦντ' ἐμέ sábete que jamás pervertiré mi juicio, e.e. no lo desvirtuaré A.A.932, cf. Ign.Rom.7.1, διαφθερέει σε ὁ ξεῖνος Hdt.5.51, cf. Lys.28.9, (ὁ προδότης) τὸ δὲ πλῆθος διαφθείρει Gorg.B 11a.17, τοὺς νεωτέρους Pl.Ap.25a, cf. 30b, D.Chr.43.10, τοὺς κριτάς D.21.5, τὴν ἐκείνου ψυχήν Plb.12.12b.2, τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων D.S.16.54, en v. pas. ᾗ διέφθαρται βίος E.Hipp.376, τῶν ... διαφθειρομένων ἐπὶ χρήμασι D.18.45
tb. en perf. rad. act. corromper τὸν νεανίσκον ... διέφθορε Eup.367, τοῦτον τὸν ἄνδρ' Ar.Fr.506
corromper, seducir τὴν σὴν γυναῖκα Lys.1.16, cf. 37, 13.68, Plu.Galb.12, τὴν κόρην <ὁ> διεφθορώς Men.Fr.5, en v. pas. E.Ba.318.

3 falsear, falsificar τοὺς νόμους Isoc.18.11, τὸ γραμματεῖον Isoc.17.33, τὰ ϜεϜαδεϙότα IG 92(1).718.38 (Calión V a.C.), cf. IG 13.21.48 (V a.C.).

4 aflojar, dejar desfallecer χεῖρα δ' οὐ διαφθερῶ no dejaré que mi brazo desfallezca E.Med.1055, οὐδὲν ... διαφθείρας ... τοῦ προσώπου Pl.Phd.117b.

B intr. en v. med.-pas. y perf. rad. act.

I sent. propio

1 de pers. y anim. estar perdido διέφθορας ¡estás perdido!, Il.15.128
perecer, perderse, destruirse οἱ μὲν εὐθὺς διεφθείροντο Th.7.84, op. σῴζεσθαι Democr.B 252, διαφθαρῆναι πολὺ τοῦ στρατεύματος X.An.4.1.11, λιμῷ διαφθειρόμενοι Eus.HE 10.8.11, cf. PLond.982.7 (IV d.C.), c. ac. de rel. διέφθαρμαι δέμας S.Tr.1056
romperse οἱ ἵπποι τὰ σκέλεα διεφθάρησαν Hdt.8.28.

2 estar inutilizado, tullido, disminuido τῶν οὕτερος μὲν διέφθαρτο, ἦν γὰρ δὴ κωφός Hdt.1.34, cf. 38, c. ac. de rel. διεφθαρμένος ... τὰ ὄμματα Pl.R.517a
sentirse mal, sentir dolor διεφθορέναι οἱ τὴν γαστέρα πρὸς τὴν ἀδηφαγίαν ᾐτιᾶτο Hld.2.19.6.

3 corromperse, estar corrompido de cosas νεκροί Pl.R.614b, αἷμα διεφθορός Hp.Mul.2.134, Phryn.131, τὸ σπέρμα διαφθαρέν Thphr.CP 4.4.8, γάλα διεφθορὸς ἤδη I.AI 5.207, τὸ ῥεῦμα ... διαφθαρήσεται Gal.1.280, διεφθορότα σώματα Plu.2.87c, cf. 128d
echarse a perder, retirarse διὰ τὸ τῆς Καλλιτύχης ἐν ἀσθενείᾳ διατεθείσης διεφθάρθαι τὸ ταύτης γάλα BGU 1109.11, cf. 1110.11 (ambos I a.C.), μὴ] ἀνδροκοιτεῖν πρὸς τὸ μὴ διαφθαρῆναι [τὸ γάλα SB 7619.18 (I d.C.).

II sent. fig.

1 destruirse, estar perdido διέφθαρτό τε τῷ Κροίσῳ ἡ ἐλπίς la esperanza de Creso quedó destruida Hdt.1.80, ἢν ἁμάρτωσι ... φιλέουσι διαφθείρεσθαι si fallan ... suelen estar perdidos Democr.B 228, μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν E.Or.297, c. ac. de rel. σὰς διέφθαρσαι φρένας E.Hel.1192.

2 en sent. moral echarse a perder, estar corrompido ὑπὸ τῶν ... ἐπιθυμιῶν Isoc.8.104, ὑπὸ τῆς ἄγαν παιδείας διέφθορας estás corrompido por el exceso de cultura Luc.Sol.3, c. ac. de rel. διεφθαρμένοι τὸν νοῦν 1Ep.Ti.6.5
corromperse, estar lleno de maldad, prevaricar καὶ πάλιν διέφθειραν ὑπὲρ τοὺς πατέρας αὐτῶν y de nuevo prevaricaron por encima de sus padres e.d. más que sus padres LXX Id.2.19, διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἀνομίαις LXX Ps.52.2.