< διάφημος
διαφθέγγομαι >
διαφθαρτικός
,
-ή, -όν
destructivo
φάρμακον
Arist.
Pr
.865
a
8, Poll.5.132, c. gen.
δ. τῆς ψυχῆς
Apollon.
Lex
.s.u.
θυμοραϊστής
.