διαφεύγω
• Morfología: [fut. c. sent. act. -φεύξομαι Gorg.B 11.15, Pl.Prm.135d, -φευξοῦμαι Ar.Nu.443]
I c. suj. de pers. o anim.
1 pres. huir de c. ac. de pers.
σεE.Cyc.684,
ὁπλίτας ἐξ αὐτῶν τῶν χειρῶνX.An.6.3.4,
οἱ κολύμβοι τοὺς θηρατὰς διαφεύγουσιD.P.Au.3.25, fig. de alimentos
διαφεύγειν βουλόμενοι τὸ ὑγρόνintentando desprenderse de la humedad Thphr.Ign.43
•c. ἐκ y gen.
οἱ ἐκ τῶν ἄλλων πόλιων διαφεύγοντεςHp.Ep.27.3
•c. ac. de abstr. huir de, evitar
θάνατονPl.Ap.39a, cf. Aesop.277,
τὰς δὲ συμφοράςIsoc.2.6,
τὰς ὑμετέρας γνώμαςAntipho 5.90,
τοῦτο (τὸ πάθος)Arist.HA 603b11,
οὐ ῥᾴδιον διαφεύγειν τὸν κίνδυνονD.S.13.23
•abs. Hp.Acut.42, Theopomp.Hist.266.
2 aor. y fut. escapar, lograr huir
διαφυγεῖν τοὺς ἱππέαςAr.Eq.610,
πόθεν σὺ δεσμὰ διαφυγὼν ἔξω περᾷς;E.Ba.648,
οἶδμα ... θαλάσσιονE.Fr.301.2, fig.
ὁ ἥλιος οὐχ ὅταν διαφύγῃ τὰ νέφηPlu.2.431f
•abs.
οὐκ ἐδύνατο διαφυγεῖνHdt.1.10, cf. 204,
ὅπως μὴ διαφυγὼν οἰχήσεταιAr.Th.653,
παραδόξως διέφυγενPlb.1.21.11,
μὴ ἀθῷος διαφύγῃpara que no escape sin castigo, PTeb.1098.16, cf. 44.28 (ambos II a.C.)
•c. ac. de abstr. librarse de
δουλοσύνηνHdt.3.19, cf. 6.45,
ὅρκους διαφυγεῖνdesvincularse de los juramentos, e.e. no cumplirlos Democr.B 239,
διαφεύξεται τὴν ... ἁμαρτίας αἰτίανGorg.B 11.15,
φόνονE.Hel.1613,
διαφεύξεσθαι τὰ χρέαlibrarse de las deudas Ar.Nu.443,
τὸν γάμονMen.Georg.21,
διέφυγε παραδόξως τὸν κίνδυνονPlb.1.25.3, cf. Act.Ap.27.42, Vett.Val.200.10,
τὴν ... αἰσχύνηνPlb.6.37.13,
τοὺς μὴ διαφυγόντας τὸ σωθῆναιPlu.Brut.31,
(κόλασιν) οὐ διέφυγενTAM 5.318.6 (Lidia II d.C.),
τὰς ... ποινάςIEphesos 1324.33 (VI d.C.),
τὴν ἐπήρειαν τοῦ αἰῶνος τούτουIgn.Magn.1
•en v. med.-pas. disiparse
Πετρωνίῳ ... διεφεύχθη ... ὁ κίνδυνος τοῦ θανεῖνI.AI 18.309
•tb. c. gen.
διαφυγεῖν τοῦ ὅρκουPaus.2.2.1
•en perf. c. gen. c. prep.
ἐκ πόνων τινῶν ... διαπεφευγότες εἱς ἀγαθάPl.Lg.815e,
αἱ διαφυγοῦσαι ... ἐκ τῆς Μήλου νῆεςTh.8.39.
3 medic., op. θνῄσκειν, ἀπόλλυσθαι escapar a la muerte, salvarse, sobrevivir Hp.Morb.1.12, Int.39, c. pred.
πῦον παχὺ πτύσαντεςHp.Acut.42,
ὑγιήςHp.Morb.3.11,
ἔμπυοςHp.Loc.Hom.14, c. constr. causal
ἀπόλλυται ὑπὸ τῶν αὐτέων, καὶ διαφεύγει ὑπὸ τῶν αὐτέωνHp.Morb.2.6, c. ac. temp.
ταύτας δὲ (ἡμέρας) διαφυγώνHp.Morb.3.12
•tb. tr. salvarse de, sobrevivir a
τὴν δὲ νοῦσον ὀλίγαι διαφεύγουσινHp.Nat.Mul.12,
τὴν μὲν πλευρῖτινHp.Morb.3.16.
II c. suj. abstr.
1 c. ac. de pers. escaparse, pasar por alto, pasar de largo
ἵνα μή τι διαφύγῃ ἡμᾶςpara que nada se nos escape Pl.Phd.95e,
σε ... ἡ ἀλήθειαPl.Prm.135d, cf. Men.96e, Chrm.156e, Isoc.4.187,
τῆς δημοκρατίας ... ἤδη διαφευγούσης ὑμᾶςAeschin.3.249, cf. Iul.Or.7.228a, Longin. en Porph.Plot.19, abs.
τὰ δ' ἐν δόμοις ... φροῦδα διαφυγόνθ' ὑπ' ἀργίαςE.HF 592,
ὃ δὴ λοιπόν ἐστι ... διαφεύγει δ' οὐδὲ νῦνlo que aún queda (por hacer) ... y ni aún ahora ha pasado la ocasión (de hacerlo), D.10.31.
2 c. ac. de abstr. apartarse, separarse
τὰ μὲν οὖν λεγόμενα τῆς ἁλμυρότητος αἴτια διαφεύγειν φαίνεται τὸν λόγονasí pues las explicaciones dadas sobre la salinidad parecen apartarse de la lógica Arist.Mete.357b22,
νόμος διαφεύγων τὴν κοινότηταley que se aparta de la práctica común Ph.2.94,
αὕτη γὰρ (ἡ ψυχή) διαπέφευγεν ... γένεσινpues ella (el alma) ha escapado de la generación Aristid.Quint.133.16.