διαυχενίζομαι
1 intr. enderezar el cuello
διηυχενίζετο πρὸς τὸν ... ΛέονταEun.Hist.67.7
•fig. aspirar a
πρὸς τὸ ἀγέρωχον ... καὶ φιλοκίνδυνονEun.Hist.78.1.
2 tr. enderezar, arreglar
ἕτερα δὲ οὐ πολύ τι μείω ἀνωρθοῦτο καὶ διηυχενίζετοEun.Hist.78.2.