διατρώγω
• Morfología: [aor. διέτρᾰγον Ar.V.367]
1 mordisquear, mascar c. ac.
βολβοὺς ... ὡς πλείστους διάτρωγε(prob. sent. obs.), Pl.Com.189.10,
σχῖνονCom.Adesp.429, cf. Arist.Pr.931a8, MM 1202a21, c. gen.
αἱ δὲ (αἶγες) ... τῆς δικτάμνου βοτάνης διέτραγονAel.VH 1.10
•cortar de un mordisco
τὴν γλῶτταν αὑτοῦ διατραγώνPlu.2.1126e
•roer
τὸ δίκτυονAr.V.164, l.c.,
τὰς νευράςde los ratones, Arist.Rh.1401b16, cf. Bio Bor.31
•en v. pas. ser premasticado, molido
ἐπειδὰν μαλθακοὶ ὦσι διατρωγόμενοιde grano, legumbres secas, Hp.Mul.1.107.
2 fig. tragar, esquilmar con impuestos
τὴν ἐπαρχίανLyd.Mag.3.61.