διατροπή, -ῆς, ἡ
1 cambio, convulsión
ποιῆσαι διατροπήν τινα τοῖς πολλοῖςPlb.11.6.9
•disuasión
τοῖς ἀδικοῦσι γίνεται δ.I.BI 2.351.
2 confusión, desorden
τοῦ πράγματος πολλὴν διατροπὴν παρεσχημένουPTeb.27.104 (II a.C.), cf. Cic.Att.180.7
•susto, aturdimiento
δ. καὶ κατάπληξιςPlb.1.16.4,
ταραχὴ καὶ δ.Plb.10.14.4, cf. Onas.42.2, Metrod.(?) Herc.831.7.2, Phld.Rh.1.219,
δ. καὶ φόβοςD.S.17.41, cf. 32.6.