διασήθω
cribar, tamizar
(ὀρόβους) εἶτ' ἀλέσας δ. λεπτόταταHp.Int.1,
ἐλλέβορον μέλανα κόψας καὶ διασήσαςHippiatr.103.9, cf. Hp.VM 3, Mul.2.112, Diocl.Fr.140 (graf. διασείσας), Dsc.2.108, Paul.Aeg.3.81.9,
τὸ δ' ἐγκαθήμενονDsc.5.75.10,
τὴν χρυσῖτιν γῆνPoll.7.97, en v. pas.
τὰ ἄλευραPoll.6.74, cf. Aret.CA 2.3.16, Gal.12.924, 19.137.