διασάσσω
• Alolema(s): át. -ττω
1 tr. llenar, saciar en v. pas.
ἄνθρωπος ὑπὸ τῶν μαινίδων ... διασεσαγμένοςMacho 36, en v. pas.
ἀρτηρία διασεσαγμένηla arteria hinchada e.e. llena de líquido, Archig. en Gal.8.931, 932.
2 intr. llenarse c. dat.
(ἀθληταί) διασάξαντες αἵματί τε καὶ σαρξίνGal.1.32, en v. med. mismo sent.
σκυβάλοιςRuf. en Orib.8.24.13, c. gen.
τῶν γιγάρτωνGp.19.9.5.