διασχίζω
I tr.
1 rasgar, desgarrar, cortar
ἱστία δέ σφιν ... διέσχισεν ἲς ἀνέμοιοOd.9.71,
διὰ δ' ἔσχισε σάρκα (tm.)Stesich.15.2.8S., cf. Opp.C.2.277, en v. pas.
νεῦρα διεσχίσθηIl.16.316,
θοιμάτιονPl.Grg.469d,
κάλαμός με διασχισθεὶς διέτμαξενuna caña cortada me hirió Theoc.8.24, cf. Thphr.HP 5.8.2, PPetr.2.6.5 (III a.C.),
μὴ ἐπιτρέψετε διασχισθῆναι τὰ μέλη τοῦ ΧριστοῦAth.Al.Apol.Sec.34.4
•abs. abrir un cuerpo
ἄλλαι δὲ διασχίσασαι ἐσπλάγχνευονen un sacrificio, Str.7.2.3
•hender
ἀρότρῳ ... διασχίζοντες ἀρούραςD.P.1042
•en v. med. impers.
τούτοις ... διέσχισταιen estos hay una hendidura dicho de los insectos, Arist.Iuu.475a2.
2 fig. romper, deshacer
τὸν γάμονPSI 1421.7 (III d.C.),
διέσχισεν τὴν πρὸς τοὺς ζῶντας ὁδόνcortó el camino hacia los vivos, e.e. impidió el paso LXX Sap.18.23.
3 dividir, separar
ἕνPl.Phd.97a,
τὸ μεῖζονArist.Pr.904a8
•fig. dividir, causar desacuerdo en
τοὺς κατ' αὐτοῦ συμφωνοῦνταςChrys.M.57.405.
II intr., en v. med.-pas. dividirse
op. συγκρίνεσθαιPl.Lg.893e,
op. προστίθεσθαιPl.Phd.101b,
διασχισθέντες τρίβῳ τινὶ ἐπλανῶντοde soldados, X.Cyr.4.5.13, cf. I.AI 13.98,
τοῦ δὲ προφήτου τὴν βασιλείαν ... διασχισθῆναι φήσαντοςI.AI 6.153
•perf. estar dividido
διέσχισται τὸ φλέβιονArist.Pr.961b34,
διέσχιστο δὲ ἡ πόλιςen dos bandos, Charito 6.1.2,
αἱ πρότερον διεσχισμέναι ... ἐκκλησίαιDion.Alex. en Eus.HE 7.5.1,
παρὰ τὸ ἔχειν διεσχισμένους καὶ διακεχωρισμένους τοὺς στίχους ἀπ' ἀλλήλωνal escribir, Sch.D.T.191.21.