διασχηματίζω
1 formar, configurar
διασχηματίζει τὴν χώραν διαφόρωςel rio Nilo, Str.17.1.4,
τρίγωνα ἐπὶ τετραγώνοις διασχηματίζοντεςinscribiendo triángulos en cuadrados Luc.Icar.6, cf. Plu.2.499e, AB 36.9, en v. pas.
ἐκμαγεῖον ... κινούμενον ... καὶ διασχηματιζόμενον ὑπὸ τῶν εἰσιόντωνla materia del demiurgo, Pl.Ti.50c,
Ζεὺς ... διεσχημάτισται, πᾶν χρῶμα γεγονώςPlu.2.926d, cf. Luc.Prom.11
•tb. en v. med. moldear, dar forma
οὕτω ... πεφυκότα ταῦτα πρῶτον διεσχηματίσατο εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῖςPl.Ti.53b.
2 hacer muecas
τῷ στόματιpara hacer reír AB 36.9
•tb. en v. med.
τοῖς κωφοῖς διασχηματιζόμενοι καὶ χειρονομοῦντες τὸ πρακτέον ὑποσημαίνομενhaciendo muecas y gesticulando indicamos a los sordos lo que deben hacer Gr.Nyss.Eun.2.242.
3 perf. med.-pas. estar preparado
ἐπὶ τὸ πρᾶγμα διεσχηματισμένοςEun.Hist.72.1,
εἰς ἑτέρας χρείας διεσχημάτιστοde una fortificación, Synes.Ep.66.