διασπείρω


I tr.

1 c. ac. de pers. o cosas separar, dispersar, diseminar διέσπειρε ἡμέας ἄλλην ἄλλῃ τάξας Hdt.3.68, τὰ δ' ἐκχεῖ, τὰ δὲ διασπείρει μάτην S.El.1291, υἱοὺς Αδαμ LXX De.32.8, πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν αὐτῇ (τῇ γῇ) LXX Ez.32.15, αὐτοὺς κατὰ τὰς πόλεις Eun.Hist.37, en v. pas. τὰ πολλαχῇ διεσπαρμένα lo que está diseminado en muchas partes Pl.Phdr.265d, τὸ πλῆθος ... διασπαρὲν εἰς τοὺς πέραν Εὐφράτου τόπους I.AI 8.271, τῶν ... μερῶν ... διαστάντων καὶ διασπαρέντων ἀλλαχόσε ἄλλων Ph.2.527
esparcir en el espacio (ἡ τοῦ νέφους θλῖψις) μαλακὰς ψακάδας διασπείρει (la presión de la nube) esparce suaves gotas de lluvia Arist.Mu.394a30, τὰς δὲ κριθὰς διασπαρείσας εἰς τὸν ἥλιον Str.15.3.10, en v. pas. διε]σπαρμένῃ (ταύτῃ ῥυθμοποιΐᾳ) δ' [ἔ]στι περιπε[σ]εῖν es posible dar con ella dispersa aquí y allá Aristox.Rhyth.Ox.2.29
en metáf. διασπείρων πανταχοῦ ὥσπερ ὁ Τριπτόλεμος τὰ τῆς Δήμητρος σπέρματα, τὰ τοῦ Ἀσκληπιοῦ βοηθήματα Hp.Ep.2
distribuir, repartir ταύτας (πεντακοσίας μνέας) ... διέσπειρε τῇ στρατιῇ Hdt.3.13, ὁμοίως διεσπαρμέναι αἱ φύσεις ἐν ἀμφοῖν ζῴοιν las dotes naturales están repartidas por igual entre ambos seres vivos (hombres y mujeres), Pl.R.455d, πολλὰς δὲ καὶ ἄλλας παντοδαπὰς εὐεργεσίας καὶ δωρεάς D.S.16.55.

2 c. ac. de abstr., esp. del tipo ‘rumor’, ‘noticia’, etc. difundir, extender διασπείρας λόγον ὡς μεταπεμπομένων τῶν Καλχηδονίων X.HG 5.1.25, τοὔνομα τοῦτο ... εἰς τὴν Ἀσίαν Isoc.5.104, ἐν πλείστοις τὴν αὑτοῦ δύναμιν δ. difundir su talento ante el mayor número de personas Isoc.Ep.1.6, δ. λόγους οὐκ ἔχοντας ἀρχήν difundir palabras sin fundamento Plu.2.398f, en v. pas. τὸ δι[ε]σπαρμένον δόγμα la doctrina extendida, difundida Epicur.Nat.14.40.10.

II intr. en v. med.-pas.

1 c. suj. plu. o colect. de pers. o anim. separarse, dispersarse, desperdigarse πῶλοι διεσπάρησαν ἐς μέσον δρόμον S.El.748, τὸ πεζὸν αὐτῶν κατ' οἰκίας Th.3.30, cf. 1.11, διεσπαρμένοι ἐλεηλάτουν X.HG 5.3.1, ἔνθα ἐδύναντο ἕκαστος διασπαρέντες Luc.Tox.33, οἱ μὲν οὖν διασπαρέντες διῆλθον εὐαγγελιζόμενοι τὸν λόγον Act.Ap.8.4, ἄλλος ἄλλοσε φορεύμενοι διεσπάρημεν Pythag.Ep.2.1, c. compl. prep. οἱ δὲ γεωργοῦντες διὰ τὸ διεσπάρθαι κατὰ τὴν χώραν mientras que los campesinos, en razón de su dispersión por el campo Arist.Pol.1319a31, cf. Aen.Tact.16.4, Act.Ap.8.1, κατὰ τῆς νήσου διεσπάρησαν Plb.3.19.7, οἱ ἐπὶ τῆς χώρας διεσπαρμένοι Plb.3.102.3.

2 c. suj. no numerativo de cosa dispersarse hasta desaparecer o disiparse χολαί S.Ant.1010, ἡ ... θερμότης εἰς τὸν ἄνω διασπείρεται τόπον Arist.Mete.369a25, οἱ μὲν βορέαι καὶ ἀπηλιῶται ... διασπείρονται Plu.Sert.8, ἡ ψυχὴ διασπείρεται el alma se disipa, e.e., los átomos que la forman, Epicur.Ep.[2] 65
esparcirse, desparramarse, diseminarse μέσου κρατὸς διασπαρέντος αἵματός θ' ὁμοῦ desparramándose su cerebro partido en dos a la vez que su sangre S.Tr.782, ὡς τῆς εἰς τοὺς νεφροὺς τεταγμένης σαρκὸς ... διεσπαρμένης εἰς πολλά como si la carne destinada a los riñones se diseminase en varias direcciones Arist.PA 671a30
dividirse, componerse τὸ δὲ ῥεῦμα τοῦτο εἰς ὁμοιομερεῖς ὄγκους διασπείρεται esta corriente (sonora) se divide en partículas de igual estructura Epicur.Ep.[2] 52.

3 c. suj. del tipo ‘noticia’ difundirse, extenderse εἰς ἁπάσας τὰς ... πόλεις ὁ λόγος ... διεσπάρη D.S.16.49.