διασκίδνημι
• Morfología: [fut. διασκεδῶ Hdt.1.79, S.Ant.287, Ar.V.229; aor. διεσκέδασα Od.5.370, Sol.1.18, Hdt.1.77, Th.1.54; v. med. perf. inf. διεσκεδάσθαι LXX 3Ma.5.30, part. διεσκεδασμένος Hdt.1.63, X.HG 1.2.5]
I tr.
1 dispersar dicho de los vientos
νέφεαIl.5.526, cf. Sol.l.c.,
δούραταOd.l.c.,
ἄλλοτε δ' ἄλλῃ ἄεισι διασκιδνᾶσί τε νῆαςHes.Th.875,
αὐτὰ (ναυάγια καὶ νεκρούς) πανταχῇTh.l.c.
•en otros cont.
δικαστῶν σφηκιὰν διασκεδῶdispersaré el enjambre de jueces Ar.l.c.,
αὐτὰς (τὰς ἐλάφους) ἀπ' ἀλλήλωνX.Cyn.9.9,
(τὰ κτένη)BGU 1253.11 (II a.C.),
τὸ πῦρI.BI 6.97,
ἀτάκτους καὶ τεθορυβημένουςPlu.Sull.28,
ὑμᾶς λίθοις τε καὶ ὀστράκοιςLuc.DMeretr.9.5,
πολὺ τοῦ στρατεύματος μέροςHdn.2.12.1,
δολιχὰς στίχαςQ.S.11.113
•en cont. milit.
οὔτε γὰρ ἀταξία διασκίδνησιν αὐτοὺς ἀπὸ τῆς ἐν ἔθει συντάξεωςI.BI 3.74,
τοὺς ... ΝομάδαςPlu.Fab.12
•dicho del ejército licenciar Hdt.1.77, 79.
2 desbaratar, hacer pedazos
τὼ κάδωlas dos urnas Ar.Au.1053
•arruinar, destruir
γῆν ἐκείνων καὶ νόμους διασκεδῶνpara arruinar su tierra y sus leyes S.l.c., cf. OC 1341,
λέκτραNonn.D.35.282
•fig. c. ac. abstr. disipar, destruir, hacer desaparecer
ἀγλαίας γε ... ἁπάσαςOd.17.244,
τὰ νῦν ξύμφωνα δεξιώματαS.OC 620,
τὸν ἔρωταMen.Epit.6, cf. Anaxandr.59,
τὴν βουλὴν αὐτῶνLXX 3Re.12.24r,
σημεῖα ἐγγαστριμύθωνLXX Is.44.25,
τὸ φοβερὸν καὶ πικρὸν τῆς ἀπειλῆςPlu.2.815e,
τὸν κίνδυνονD.H.4.4, en v. pas.
αἱ πλείους αἰτίαι διασκεδασθήσονταιVett.Val.183.27.
3 escindir, dividir
(λαμπτῆρες) οἱ ... ἀνέμων ... πνεῦμα διασκιδνᾶσι(linternas) que escinden el soplo de los vientos (por la especie de pantalla que llevan), Emp.B 84.4
•separar
ὀργήν τε καὶ λύπηνAret.SD 1.5.8.
II intr. en v. med.
1 dispersarse
οἱ ἈθηναῖοιHdt.1.63, cf. 5.15, 8.57, Th.3.98, X.HG 1.2.5,
ἡ ἀγέληLuc.DIud.5,
πρὶν ἰδεῖν τοὺς ἐχθροὺς διασκίδνανται φυγῇI.BI 3.129,
θόρυβος ἦν ἐκεῖ διασκιδναμένων καὶ κατασκηνούντων ἀτάκτωςse produjo un gran tumulto cuando (las tropas) se dispersaron y acamparon en desorden Plu.Arist.17,
διεσκίδνη τὸ στράτευμα, ὅπῃ δυνηθεῖεν ἀποφεύγειν κατὰ μέρηApp.Pun.12, cf. Ath.315d,
κατὰ τὴν χώρανD.S.13.69,
σποράδηνPh.1.306, cf. Aen.Tact.11.11, Paus.9.14.6, Plu.Cat.Mi.28, D.C.47.38.5.
2 disiparse, desvanecerse
(ἡ ψυχή) ὥσπερ πνεῦμα ἢ καπνὸς διασκεδασθεῖσαPl.Phd.70a, cf. 78b,
ἡ φλὸξ ἅμα τῷ ὕπνῳ διασκεδασθεῖσα ἠφανίσθηD.H.4.2,
ἡ δὲ κνῖσα ... χωρεῖ ἄνω καὶ ἐς αὐτὸν τὸν οὐρανὸν διασκίδναταιLuc.Sacr.13
•desmoronarse, pulverizarse
αἱ δὲ (κολῶναι) ... ῥεῖα διεσκίδναντο ... ῥηγνύμεναι διὰ τυτθά(las cimas del monte Ida) se desmoronaban al romperse en pequeños pedazos Q.S.12.188.
3 expandirse del aire sometido a presión bruscamente liberado, Thphr.Sens.45 (= Diog.Apoll.A 19).