διασκέω
I
πραότηταPhld.Hom.24.12
•ejercitarse en
τὰ ῥητορικάD.L.4.49.
2 c. ac. de pers. entrenar
τίνα με τὸν τρόπον διασκήσεις;Luc.Vit.Auct.9,
τοὺς νέουςLuc.Anach.40.
3 adornar en v. pas.
διησκημένοι τὰς κόμας χρυσῷ κόσμῳPhylarch.66,
ὅλκια καὶ κρωσσοὺς καὶ πυέλους καὶ ἀλαβάστρους, πάντα χρυσοῦ, <δι>ησκημένα περιττῶςPlu.Alex.20.
II en v. med. ejercitarse en c. ac. int.
τὴν θαυμαστὴν ἄσκησιν διησκεῖτοLuc.Peregr.17.