διασκορπίζω
I tr.
1 dispersar, esparcir
ὦ οἱ ποιμένες οἱ διασκορπίζοντες ... τὰ πρόβαταLXX Ie.23.1,
τοὺς μὲν διεσκόρπισεν, οὓς δὲ ἀπέκτεινεAel.VH 13.46
•diseminar, disgregar
εἴωθε γὰρ τὸ ἐπίχρισμα διασκορπίζειν τὸ συρρυένSeuer. en Aët.7.87
•abs.
θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισαςque cosechas donde no sembraste y recoges donde no esparciste, Eu.Matt.25.24.
2 dilapidar
διεσκόρπισεν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως(el hijo pródigo) dilapidó su hacienda viviendo licenciosamente, Eu.Luc.15.13,
τὸ δημόσιονPHamb.230.26 (VI d.C.)
•en buen sent. repartir, distribuir
τὰ ἴδια χρήματαcomo obra de beneficencia, Pall.H.Laus.61.6.
3 desbaratar, arruinar, destruir
διεσκόρπισεν ὑπερηφάνους διανοίᾳ καρδίας αὐτῶνdesbarató a los soberbios en los proyectos de sus corazones, Eu.Luc.1.51,
ὁ θεὸς ... διασκορπίζει αὐτούς (τοὺς δαιμονιώδεις λογισμούς)Nil.M.79.257C
•en v. med. mismo sent.
τὸ ... ἀσύστατον τοῦ ἐκείνων δόγματοςGr.Nyss.M.46.109A.
II intr., en v. med.-pas. dispersarse, esparcirse de plu. y colect.
τὸ δὲ τῶν Βοιωτῶν ἔθνος ... διεσκορπίσθη κατὰ πόλειςPlb.27.2.10,
ὑπό τε τοῦ κλύδωνος ... τὸ ῥιπτούμενον ... διασκορπίζεσθαιPlb.1.47.4,
διεσκορπίσθησαν ἐν πάσῃ τῇ γῇLXX Si.48.15,
διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί σουLXX Nu.10.34, cf. Eus.M.23.176A,
τὰ τέκνα τοῦ θεοῦ τὰ διεσκορπισμέναEu.Io.11.52,
τοὺς Ἰσραηλίτας ... διασκορπιζομένους ὑπ' αὐτῶν εἰς τὰ ὄρηI.AI 8.404,
τῶν ἵππων <διὰ τοῦ σκότους> ... διασκορπισθέντωνPs.Callisth.2.39B (p.199),
διεσκορπ(ισμένοι) φοί(νικες)PIand.142.2.22 (II d.C.), cf. BGU 1049.7 (IV d.C.)
•de singulares dispersarse, disiparse
(ἡ ψυχή) τοῖς διαλογισμοῖς ... διασκορπισμένηMac.Aeg.Serm.B 29.1.11,
διασκορπίζεται γὰρ ἡ ἀτμὶς ὑπὸ τῆς τοῦ ἀνέμου βιαίας κινήσεωςOlymp.in Mete.88.1.