διασκορπισμός, -οῦ, ὁ
1 dispersión
ὁ δ. ὑμῶν ἐν ταῖς χώραιςLXX Ez.6.8,
ἐν τοῖς ἔθνεσιν ἔσεσθε εἰς κατάραν καὶ εἰς διασκορπισμόνT.Leu.16.5
•desaparición
φεύγοντας δὲ αὐτοὺς καὶ εἰς τὰ ὀπίσω χωροῦντας δ. λήψεταιEus.M.23.297B, cf. 684C.
2 confusión, desorden
ὑπὸ διασκορπισμὸν τὰ τῆς φορολογίας ἄγεινPTeb.24.55 (II a.C.).