διασκοπέω


1 en sent. fís. mirar detenidamente, examinar con atención, inspeccionar διασκοπῶν ἥδομαι τὰς Λημνίας ἀμπέλους disfruto examinando mis viñas lemnias Ar.Pax 1161
espiar ἅπασαν ... τῶν πολεμίων τὴν δύναμιν Procop.Pers.1.15.4
abs. rebuscar, escudriñar τῷ λύχνῳ πάντῃ διασκοπῶμεν Ar.V.246, δ. σιωπῇ πανταχῇ Ar.Th.660, cf. Socr.Ep.14.6.

2 en sent. intelectual investigar, estudiar, ocuparse de en v. act. y med., c. ac. τοῦτον Pl.Ap.21c, τά τε δίκαια καὶ τὰ ἄδικα X.Mem.4.8.4, τὰ ἑξῆς διασκοπήσωμεν veamos lo que sigue Eus.PE 3.10.13, ταῦτα ἐν ἑαυτοῖς Epiph.Const.Haer.66.15.5, cf. 78.24.1, οὑτωσὶ τὸν λόγον Gr.Nyss.Eun.2.486, τὸ λυσιτελοῦν ἑκάστῳ SB 8028.7 (VI d.C.), cf. PMasp.321.8 (VI d.C.) en BL 4.15, ὃ νυνδὴ διεσκοπούμεθα Pl.Plt.259c, c. gen. τῆς ἑαυτῶν ἀσφαλείας διεσκόπουν D.C.58.7.4, c. inf. διεσκεψάμεθα μέσην τινὰ τῷ πράγματι τάξιν ἐπινοῆσαι Iust.Nou.22.26 proem., c. interr. indir. περὶ σφᾶς αὐτοὺς καὶ ὅπῃ σωθήσονται διεσκόπουν se preocupaban de sí mismos y de la manera de salvarse Th.7.71, cf. 1.52, διασκοπούντων ἡμῶν ὅ τι χρὴ λέγειν Aeschin.2.21, πρὸς τὰ ἔξω ἅμα διεσκοπεῖτο εἴ ποθεν ἀσφάλειάν τινα ὁρῴη Th.6.59, τίς οὖν μετ' αὐτὸν θηρίων τυραννήσει διεσκοπεῖτο Babr.95.17, διεσκοπεῖτο πῶς ... Lib.Or.18.83.

3 recapacitar, reflexionar, hacer una indagación o examen c. giro prep. περὶ τῆς ἀποδημίας τῆς ἐκεῖ Pl.Phd.61e, περὶ ταύτης τῆς δόξης Arist.EE 1217b16, πάνυ γε διασκοπῶν Alex.140.3, ὑπὲρ ὧν οὐ καιρὸς ἐν τῷ παρόντι διασκοπεῖν acerca de lo cual ahora no es el momento de discutir D.H.Lys.12.8, ἔδοξεν οὖν αὐτῷ διασκοπήσαντι σὺν τοῖς παρέδροις αὐτοῦ decidió pues, tras hacer un examen en profundidad con sus asesores Ach.Tat.7.12.1
en v. med. mismo sent. ὑπὲρ ἁπάντων Luc.Gall.25, περὶ τούτων Hld.3.10.1, περὶ τῶν παρόντων Hld.8.5.4, cf. Pl.Phd.70c, Plu.Alc.10, Plot.4.3.18.