< διασκηνόω
διασκιάζω >
διασκηρίπτω
sostener
,
servir de apoyo
τό (δρυὸς ξύλον) μιν διεσκήριπτε τὴν τετρωμένην
AP
6.203 (Laco o Phil.), cf. Sud.s.u.
διεσκήριπτεν
.