διασκελίζομαι
tener las piernas separadas
σῶμα διεσκελισμένονHymn.Mag.17.65,
διεσκελισμένον καθῆσθαιEust.1038.10, EM 502.39G., tard. act.
διασκελίζων περιπατεῖHippiatr.Lond.33.
σῶμα διεσκελισμένονHymn.Mag.17.65,
διεσκελισμένον καθῆσθαιEust.1038.10, EM 502.39G., tard. act.
διασκελίζων περιπατεῖHippiatr.Lond.33.