διασκεδάννυμι
• Morfología: [sólo pres., para otros temas v. διασκίδνημι]
I tr.
1 c. ac. de abstr. disipar, hacer desaparecer
ὁ ἄνεμος αὐτὴν (τὴν ψυχήν) ... ἐκ τοῦ σώματος διαφυσᾷ καὶ διασκεδάννυσινPl.Phd.77e.
2 difundir en v. pas.
διασκεδάννυταί τε ὑπ' αὐτῶν φήμη ὡς ...Hdn.7.6.9.
II intr., en v. med.-pas. dispersarse
διασκεδαννύαται ἄλλοι ἄλλοσεEus.Mynd.63,
(ἡ θερμότης) διασκεδαννυμένη πρὸς τὸν ἄνω τόπονArist.Mete.346b27.